- αφροντισία
- αφροντισιά η беззаботность, беспечность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξε(γ)νοιασιά — η αφροντισιά, έλλειψη φροντίδων, αδιαφορία. ξενοιασιά η ξενοιασιά, η και ξεγνοιασιά, η αφροντισιά, αμεριμνησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμελος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επιμέλεια, που δείχνει αδιαφορία, αφροντισιά, ανέμελος, φυγόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμελώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμελιά] … Dictionary of Greek
άτηκτος — η, ο (AM ἄτηκτος, ον) [τήκω] αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει αρχ. ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και μελησία) [ατημελής] παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά νεοελλ. αδιαφορία για το ντύσιμο και… … Dictionary of Greek
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
αμεριμνησία — η [μεριμνώ] το να είναι κανείς απαλλαγμένος από μέριμνες, αφροντισιά, ξενοιασιά … Dictionary of Greek
αμεριμνοσύνη — η [αμέριμνος] αμεριμνησία, αφροντισιά … Dictionary of Greek
αναμελιά — και ανεμελιά, η [ανάμελος] αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά, ατημελησία, ξενοιασιά … Dictionary of Greek
Πλίνιος Κεκίλιος Σεκούνδος — (Plinius Caecilius Secundus). Όνομα 2 Λατίνων συγγραφέων. 1. Γάιος Π. Κ. Σ., ο πρεσβύτερος (Κόμο 23 μ.Χ. – Σταβία – Κόλπος Νεάπολης 79). Σ’ ένα εγκυκλοπαιδικό έργο, που αποτελείται από 37 βιβλία (το μοναδικό από αυτά που σώθηκε αποτελεί πολύτιμη… … Dictionary of Greek
αδιαφορία — η έλλειψη ενδιαφέροντος, αφροντισιά: Δείχνει αδιαφορία για τη δουλειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμεριμνησία — αμεριμνησία, η και αμεριμνία, η αφροντισιά, ξεγνοιασιά: Αμεριμνησία σαν τη δική σου δεν έχω ξανασυναντήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγωρία — η αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά: Η ολιγωρία φέρνει πολλές φορές τη συμφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)